- πήγανο
- το / πήγανον, ΝΜΑ, και απήγανο και απήγανος, ο, Νφυτό που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ζυγοφυλλίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία θεωρείται το Peganum harmala, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία αγριοπήγανος ή αγριοπήγανο, και χρησιμοποιούμενο στη φαρμακευτικήαρχ.1. φρ. α) «πήγανον τὸ ὀρεινόν» — ρυτή η ορεινήβ) «πήγανον τὸ ἄγριον» — ρυτή η χαλέπειος2. παροιμ. «οὔτ' ἐν σελίνῳ οὔτ' ἐν πηγάνῳ» — λεγόταν γι' αυτούς που δεν κατορθώνουν τίποτε.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προέλευσης με επίθημα -ανον (πρβλ. λάχανον, βάκανον). Η παραγωγή της λ. από το θ. πηγ- τού πήγνυμι παρουσιάζει σημασιολογικές δυσχέρειες, εκτός κι αν υποθέσουμε ότι στο φυτό είχαν αποδοθεί αιμοπηκτικές και αιμοστατικές ιδιότητες].
Dictionary of Greek. 2013.